επίγραμμα

επίγραμμα
το, -ατος
1. καθετί που επιγράφεται κάπου, επιγραφή.
2. έμμετρη επιγραφή σε μνημείο ή σε αφιέρωμα ή σε έργο τέχνης.
3. αναμνηστική επιγραφή του ονόματος αυτού που δημιούργησε έργο τέχνης ή αυτού που αφιέρωσε κάτι.
4. μικρό και περιεκτικό ποίημα σοβαρού ή σατιρικού περιεχομένου.
5. έμμετρος και σύντομος χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων ή γεγονότων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίγραμμα — inscription neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • τοὐπίγραμμ' — ἐπίγραμμα , ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίγραμμα — ἐπίγραμμα , ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγραμμάτων — ἐπίγραμμα inscription neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμμασι — ἐπίγραμμα inscription neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμμασιν — ἐπίγραμμα inscription neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμματα — ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμματι — ἐπίγραμμα inscription neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγράμματος — ἐπίγραμμα inscription neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”